στραβοπατάω

στραβοπατάω
στραβοπατάω (σπάν. στραβοπατώ), στραβοπάτησα, στραβοπατημένος βλ. πίν. 58
——————
Σημειώσεις:
στραβοπατάω : η μτχ. στραβοπατημένος χρησιμοποιείται κυρίως για παπούτσια που έχουν χάσει τη φόρμα τους γιατί τα πατάει κανείς στραβά.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”